Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρπάσιον — καρπάσιον, τὸ (Α) [κάρπασος] 1. λινάρι 2. φρ. «λίνον Καρπάσιον» αμίαντος … Dictionary of Greek
καρπασίου — καρπάσιον flax neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)